ἐπιγίνομαι

ἐπιγίνομαι
ἐπῐγῑνομαι
1 come afterτετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (cf. Bacch. 9. 81, W. Schulze, Qu. E. 182: ἐπιγινομένων coni. Schr.) P. 4.47

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • επιγίγνομαι — ἐπιγίγνομαι και ἐπιγίνομαι (AM) [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι μετά από κάποιον άλλο («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί» «οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ ὕστερον ἐπιγέγονεν») 2. γίνομαι μετά από κάποιον ή κάτι («οὔπω πατὴρ ἦν, ὕστερον δ ἐπεγένετο πατήρ») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱԿԱԼԻՆԻՄ — ( ) NBH 2 0191 Chronological Sequence: 6c ἑπιγίνομαι supervenio, subsequor. Ի վերայ գալ. լինել զկնի. հետեւանալ. *Յատուկն մակալինի տեսակումն. քանզի պա՛րտ է մարդ գոլ, զի ծիծաղական իցէ. Պորփ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”